μερμηρικοί

μερμηρικοί
μερμηρ-ικοί, οἱ,
A = πειρᾶται, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μερμηρικοί — μερμηρικοί, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πειρᾱται». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μέρμηρα «φροντίδα, έγνοια»] …   Dictionary of Greek

  • μερμηρικοί — masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”